ασφαλιστική  εταιρεία

ασφαλιστική  εταιρεία
оcигурително друштво

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ασφάλεια — Σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής, με αντάλλαγμα την καταβολή ορισμένου ποσού (που ονομάζεται ασφάλιστρο), αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο μέσα στα όρια της συμφωνίας, για τη ζημιά που έπαθε από ένα ατύχημα (α. κατά… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • συνασφαλίζομαι — ΝΑ, και ενεργ. τ. συνασφαλίζω Ν [ἀσφαλίζω / ομαι] νεοελλ. 1. έχω σύμβαση με περισσότερες από μία ασφαλιστικές εταιρείες 2. (ο ενεργ. τ.) (για ασφαλιστική εταιρεία) συνάπτω από κοινού με άλλη εταιρεία σύμβαση με εγγύηση για αποζημίωση σε περίπτωση …   Dictionary of Greek

  • Μαν, Τόμας — I (Thomas Mun, Λονδίνο 1571 – 1641). Άγγλος οικονομολόγος. Ήταν έμπορος στην Ιταλία και στην Ανατολή, ανέλαβε κατόπιν διευθυντική θέση στην Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών (1615). Κύριος εκπρόσωπος της τάσης που αργότερα ονομάστηκε μερκαντιλισμός… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλαιοποίηση — Όρος που ως οικονομική έννοια σημαίνει τη διαδικασία μετατροπής του εισοδήματος σε κεφάλαιο ή παλαιών κεφαλαίων σε νέα κεφάλαια. Στα οικονομικά μαθηματικά, η κ. παίρνει τη σημασία πράξεων, με τις οποίες προστίθενται σε ένα κεφαλαίο οι… …   Dictionary of Greek

  • συνασφαλιστής — ο, θηλ. συνασφαλίστρια Ν [συνασφαλίζω] (για ασφαλιστική εταιρεία) αυτός που από κοινού με άλλον ασφαλίζει κάποιον …   Dictionary of Greek

  • Βερλέν, Πολ — (Paul Marie Verlaine, Μετς 1844 – Παρίσι 1896). Γάλλος ποιητής. Γιος αξιωματικού του μηχανικού, πέρασε τα παιδικά του χρόνια σε αστικό περιβάλλον. Στο Παρίσι εργάστηκε ως υπάλληλος, πρώτα σε μια ασφαλιστική εταιρεία και μετά στο δημαρχείο. Ύστερα …   Dictionary of Greek

  • Εμμανουήλ, Καίσαρ — (1904 – 1970). Ποιητής και μεταφραστής. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η γνώση της γαλλικής, της αγγλικής και της ιταλικής γλώσσας τον βοήθησε να μελετήσει τα νέα καλλιτεχνικά ρεύματα της Ευρώπης. Αρχικά εργάστηκε σε… …   Dictionary of Greek

  • Κάφκα, Φραντς — (FrantzKαfka, Πράγα 1883 – Κίρλινγκ, Βιέννη 1924). Τσέχος γερμανόφωνος συγγραφέας, εβραϊκής καταγωγής. Μέλος της γερμανόφωνης εβραϊκής μειονότητας της Πράγας, γιος εύπορου εμπόρου, o K. ένιωσε τη βαθιά απομόνωση που δημιουργούσαν αυτές οι… …   Dictionary of Greek

  • ανασφάλιστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν είναι ασφαλισμένος σε ασφαλιστικό ίδρυμα ή ασφαλιστική εταιρεία: Είχαν το σπίτι ανασφάλιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασφαλιστικός — ή, ό αυτός που έχει να κάνει με την ασφάλεια κάποιου (προσώπου ή πράγματος): Η ασφαλιστική εταιρεία που εργάζεσαι είναι η μεγαλύτερη της χώρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”